αποδεικτικός

αποδεικτικός
-ή, -ό (AM ἀποδεικτικός, -όν) [αποδεικνύω]
ο χρήσιμος ή ο κατάλληλος για απόδειξη, αυτός που αποδεικνύει
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το αποδεικτικό
έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται ή επιβεβαιώνεται κάτι
αρχ.
1. (για ανθρώπους) επιστημονικός, ακριβής
2. «αποδεικτική ιστορία» — η ιστορία στην οποία τα γεγονότα εκτίθενται κανονικά και εξηγούνται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αποδεικτικός, -ή, -ό — και χτικός, ή, ό επίρρ. ά χρήσιμος, κατάλληλος για απόδειξη: Δεν έχουμε στα χέρια μας αποδεικτικά στοιχεία γι αυτά που υποστηρίζουμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποδεικτικός — affording proof masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτικά — ἀποδεικτικός affording proof neut nom/voc/acc pl ἀποδεικτικά̱ , ἀποδεικτικός affording proof fem nom/voc/acc dual ἀποδεικτικά̱ , ἀποδεικτικός affording proof fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτικώτερον — ἀποδεικτικός affording proof adverbial comp ἀποδεικτικός affording proof masc acc comp sg ἀποδεικτικός affording proof neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτικῶν — ἀποδεικτικός affording proof fem gen pl ἀποδεικτικός affording proof masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτικόν — ἀποδεικτικός affording proof masc acc sg ἀποδεικτικός affording proof neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτικώτατα — ἀποδεικτικός affording proof adverbial superl ἀποδεικτικός affording proof neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτικώτατον — ἀποδεικτικός affording proof masc acc superl sg ἀποδεικτικός affording proof neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτικαῖς — ἀποδεικτικός affording proof fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεικτικαί — ἀποδεικτικός affording proof fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”